-
1 συνέργω
A = συνείργω, [tense] pres. first in Sor.1.117: [tense] fut. συνέρξω (v.infr.): [dialect] Ep. [full] συνεέργω, [tense] impf. συνέεργον or συνεέργαθον: in later [dialect] Att. [full] συνείργνῡμι (q.v.): [dialect] Att. [tense] aor. part.συνείρξας Gal.4.495
; [ per.] 3sg. [tense] aor. opt.συνείρξειε Plu.2.398b
:— shut up or enclose together, ὅσον συνεέργαθον ἄκραι enclosed between them, Il.14.36; οὐ ξυνέρξεθ' ὡς τάχος; i.e. shut the doors, S.Aj. 593;οὐδὲ τὰς ηοδὼς.. συνηέρξοντι Tab.Heracl.1.133
; wrap up closely,αὐτοὺς ἱματίοις Gal.
l.c.II fasten together, [ὄϊας] συνέεργον.. λύγοισι Od.9.427
; ;ζωστῆρι.. συνέεργε χιτῶνα 14.72
; unite, (sc. τινας) Pl.Ti. 34c; esp. as man and wife, Id.R. 461b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέργω
См. также в других словарях:
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek